αίδομαι

αίδομαι
αἴδομαι (Α)
ποιητικός τύπος τού αἰδοῡμαι*, αλλά πολύ αρχαιότερός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *ais- «σέβομαι, τιμώ, λατρεύω» (πρβλ. γερμ. Εhre «τιμή» < αρχ. άνω γερμ. era). Η οδοντική παρέκταση τής ρίζας παρέχει τ. *aizd-, όπου μπορούν να αναχθούν το ελλ. αἴδ-ομαι (με τη σημ. «φοβούμαι, σέβομαι, τιμώ», για θεούς, ανώτερα πρόσωπα και θεσμούς), γοτθ. aistan «κατέχομαι από δέος», αρχ. ινδ. īdē (< izd-) «τιμώ, σέβομαι».
ΠΑΡ. αἰδώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ais-2 —     ais 2     English meaning: to be in awe, to worship     Deutsche Übersetzung: “ehrfũrchtig sein, verehren”     Note: The Root ais 2 : “to be in awe, to worship” is a truncated root of ai ska. The formant ska is a common Germanic suffix added …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”